μετοικικά

μετοικικά
μετοικικός
consisting of
neut nom/voc/acc pl
μετοικικά̱ , μετοικικός
consisting of
fem nom/voc/acc dual
μετοικικά̱ , μετοικικός
consisting of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετοικικός — μετοικικός, ή, όν (Α) [μέτοικος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο 2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση τού μετοίκου 3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικά η παρεφθαρμένη αττική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”